μάπα

μάπα
και μάππα, η (AM μάππα)
νεοελλ.
1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο
2. ναυτ. η πόρπη
3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη
4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη
5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή και μικρότερες εκτάσεις τής υδρογείου
μσν.
1. σφαίρα, μπάλα
2. αγώνας ιπποδρομίας ή η θέα ίππων που συναγωνίζονται τρέχοντας
μσν.-αρχ.
τεμάχιο λευκού υφάσματος το οποίο ανύψωνε ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ως σημείο έναρξης τού αγώνα
αρχ.
πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mappa «πετσέτα, σημαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάπα — η (λ. λατ.) 1. το λάχανο, η κράμβη. 2. το πρόσωπο. 3. φρ., «Τον φάγαμε στη μάπα», ανεχτήκαμε κάποιον ανεπιθύμητο. 4. αντικείμενο ευτελές, κατώτερης ποιότητας. 5. η σφουγγαρίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • κραμπολάχανο — το το λάχανο, αλλ. μάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + λάχανο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί] …   Dictionary of Greek

  • μάπας — ο [μάπα] αφελής, ανόητος, βλάκας …   Dictionary of Greek

  • μάππα — μάππα, ἡ (ΑM) βλ. μάπα …   Dictionary of Greek

  • μαππάριος — μαππάριος, ὁ (ΑM, Α και μαμπάριος) [μάπα] ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ο οποίος έδινε το σημείο έναρξης τών αγώνων, υψώνοντας τη μάππα, δηλαδή τεμάχιο λευκού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • μάπας — ο (λ. λατ.) (ειρων.), βλάκας, ανόητος, χαζός: Δεν μπορώ να συζητήσω με αυτόν το μάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”