μάπα — η (λ. λατ.) 1. το λάχανο, η κράμβη. 2. το πρόσωπο. 3. φρ., «Τον φάγαμε στη μάπα», ανεχτήκαμε κάποιον ανεπιθύμητο. 4. αντικείμενο ευτελές, κατώτερης ποιότητας. 5. η σφουγγαρίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
κραμπολάχανο — το το λάχανο, αλλ. μάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + λάχανο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί] … Dictionary of Greek
μάπας — ο [μάπα] αφελής, ανόητος, βλάκας … Dictionary of Greek
μάππα — μάππα, ἡ (ΑM) βλ. μάπα … Dictionary of Greek
μαππάριος — μαππάριος, ὁ (ΑM, Α και μαμπάριος) [μάπα] ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ο οποίος έδινε το σημείο έναρξης τών αγώνων, υψώνοντας τη μάππα, δηλαδή τεμάχιο λευκού υφάσματος … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
μάπας — ο (λ. λατ.) (ειρων.), βλάκας, ανόητος, χαζός: Δεν μπορώ να συζητήσω με αυτόν το μάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)